- μαντικούς
- μαντικόςpropheticmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek
νεκρομαντεία — Mαντική τεχνική, στην οποία ο χρησμός λαμβάνεται από έναν νεκρό, την επέμβαση του οποίου επικαλούνται οι άνθρωποι κατά διάφορους τρόπους· οι αρχαίοι την έλεγαν και νεκυομαντεία, από τη λέξη νέκυια, που σήμαινε τη σχετική μαγική τελετή. Κλασικό… … Dictionary of Greek
τεφρομαντεία — η, Ν η χρησιμοποίηση τής τέφρας για μαντικούς σκοπούς … Dictionary of Greek
Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και … Dictionary of Greek